- τρίμετρος
- -η, -ο/τρίμετρος, -ον, ΝΜΑ1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από τρία μέτρα, δηλαδή στους ιαμβικούς, τροχαϊκούς και αναπαιστικούς στίχους, αυτός που αποτελείται από τρεις διποδίες, ενώ στους δακτυλικούς αυτός που αποτελείται από τρεις απλούς πόδες2. το ουδ. ως ουσ. το τρίμετρο(ν)στίχος που αποτελείται από τρεις μετρικούς πόδες ή από τρεις διποδίεςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. μέτρο χωρητικότητας τού ελαίου2. φρ. «τρίμετρος ἴαμβος» — ο ιαμβικός στίχος που έχει έξι πόδες (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -μετρος (< μέτρον*), πρβλ. πεντά-μετρος].
Dictionary of Greek. 2013.